ἐξαδέλφους

ἐξαδέλφους
ἐξάδελφος
cousin-german
masc acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • αυτανέψιος — αὐτανέψιος, ο (θηλ. ία) (Α) 1. ανιψιός ή εξάδελφος κάποιου 2. αυτός που ανήκει στους εξαδέλφους («αὐτανέψιος στόλος», Αιοχ) …   Dictionary of Greek

  • διόσκουροι — Δίδυμοι θεοί, των οποίων ο αστερισμός αντιστοιχούσε στο ζώδιο των Διδύμων. Η λατρεία τους ήταν κοινή στους ινδοευρωπαϊκούς λαούς· συναντώνται στις Ινδίες (Ασβίνοι), στους Κέλτες, που πίστευαν ότι οι Δ. είχαν γεννηθεί από τον ωκεανό, και στους… …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • νουμιδία — Αρχαία περιοχή της βορειοδυτικής Αφρικής χωρίς σαφώς καθορισμένα σύνορα (ιδιαίτερα στα Ν), η οποία κατοικείτο από βερβερικές φυλές οργανωμένες σε ανεξάρτητα βασίλεια. Από εκείνες τις φυλές, κατά το β’ μισό του 3ου αι. π.Χ. κυριαρχούσαν εκείνες… …   Dictionary of Greek

  • Ζάγουρας — Επώνυμο οικογένειας αγωνιστών του 1821, από το Δερμπούνι της Αρκαδίας. Από αυτούς, οι αδελφοί Ηλίας και Κωνσταντίνος, μαζί με τους εξαδέλφους τους Αθανάσιο και Ανδρέα, πολέμησαν επικεφαλής συγχωριανών τους στην Καρύταινα, στο Βαλτέτσι, στην… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… …   Dictionary of Greek

  • Ικέτιδες — I Τραγωδία (420 π.Χ.) του Ευριπίδη. Ερμηνεύτηκε από τους σύγχρονους ερευνητές της εποχής μας τόσο ως ύμνος στην αθηναϊκή ανθρωπιά όσο και ως μαρτυρία μιας νέας, ορθολογιστικής θέσπισης κανόνων, που άλλοτε βασίζονταν αποκλειστικά στη θρησκευτική… …   Dictionary of Greek

  • Ιουγούρθρας — (160; – Ρώμη 104 π.Χ.). Βασιλιάς της Νουμιδίας. Γιος του Μασταναβάλη, ανατράφηκε από τον θείο του, βασιλιά της Νουμιδίας, Μικίψα, ο οποίος τον έστειλε να βοηθήσει τους Ρωμαίους στην πολιορκία της Νουμαντίας. Πεθαίνοντας ο Μικίψας (118) τον άφησε… …   Dictionary of Greek

  • Κωνστάντιος — I (; – Κωνσταντινούπολη 1743). Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας, ρωσικής καταγωγής. Η μνήμη του τιμάται στις 26 Δεκεμβρίου. II Όνομα δύο πατριαρχών Κωνσταντινουπόλεως. 1. Κ. Α’ (Κωνσταντινούπολη ; – 1859). Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως (1830… …   Dictionary of Greek

  • Λάπτεφ, θάλασσα — (Laptev, ρωσ. More Laptevykh). Θαλάσσιο τμήμα (περ. 650.000 τ. χλμ.) του Αρκτικού (Βόρειου Παγωμένου) ωκεανού, στις βόρειες ακτές της ασιατικής Ρωσίας. Έλαβε την ονομασία της από τους εξαδέλφους Χάριτον και Ντμίτρι Λάπτεφ, οι οποίοι εξερεύνησαν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”